Εκτύπωση

Πραστιώτικος Γάμος

(Της Ελένης Πουλακιδακου-Γραμματικάκη)

Οι παρακάτω πληροφορίες που παραθέτουμε αναφέρονται στον παραδοσιακό Πραστιώτικο γάμο και τα δημοτικά τραγούδια, τα οποία είναι μερικά από τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μας. Βέβαια, η τελετουργία του γάμου όπως περιγράφεται, ανήκει στο παρελθόν και σχεδόν τίποτα δεν την συνδέει με την σημερινή, η οποία έχει πλήρως εξαθηναησθεί.

ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Ο γάμος στην Τσακωνιά αρχίζει από την Πέμπτη, της εβδομάδας της τελετής της γαμήλιας θρησκευτικής γιορτής.

Την Πέμπτη, λοιπόν, ξεκινάνε οι συγγενείς της μέλλουσας νύφης, να φέρουν κλαδιά δέντρων, για το άναμα των φούρνων, που θα ψήσουν τα ψωμιά, τα γλυκά και τα σφαχτά(αρνιά και γιδοπρόβατα).

Την Παρασκευή οι Τσακώνισσες, συγγενείς στενές της νύφης, ζυμώνουν και ψήνουν τα ψωμιά, τραγουδώντας το επόμενο τραγούδι:

Στο γάμο σου, νυφούλα μου,

να ειπώ ένα τραγούδι:

Τα χιόνια αλεύρια να γενούν

και τα ποτάμια λάδι

κι η θάλασσα γλυκό κρασί,

γλυκό και μυρουδάτο,

να πίνουνε τα κάτεργα

και οι κατεργαραίοι…

Το Σάββατο σφάζουν οι άντρες τα σφαχτά και πολλές φορές πηγαίνουν και τα «προικιά» της νύφης στο σπίτι του γαμπρού(το πατρικό ή εκεί που θα μείνει το νέο αντρόγυνο). Τις ώρες εκείνες της προετοιμασίας, τραγουδιόταν το παρακάτω τραγούδι:

Ποτέ μου δεν τραγούδησα,

τραγούδια ‘γω δεν ξέρω,

για το χατίρι του γαμπρού,

για τη χαρά της νύφης,

που ‘ταν η νύφη μάλαμα,

γαμπρός κομμάτι ασήμι,

θ’ ανοίξω το χειλάκι μου,

να ειπώ ένα τραγούδι:

  • Νύφη μου, που το διάλεξες

αυτό το παλικάρι,

αυτόν τον όμορφο το νιό

του Μάη το βλαστάρι;

  • Στη στράτα που εδιάβαινα

με μια γειτόνισσά μου,

μ’ αγκάλιασε, με φίλησε,

μου πήρε την καρδιά μου…..

ΤΑ «ΤΡΑΠΕΖΩΜΑΤΑ»

Από το Σάββατο το βράδυ άρχιζαν τα γλέντια και τα τραπεζώματα, με χωριστά τα σόγια των συμπεθέρων. Γιατί οι συγγενείς του γαμπρού γλένταγαν στο πατρικό του σπίτι, και οι συγγενείς της νύφης στο δικό της σπίτι, καθένα συμπεθεριό με το «σόϊ» του και με τους καλεσμένους του.

Στο τραπέζι (δηλ. στο «σοφρά») κάθονταν οι καλεσμένοι συγγενείς σταυροπόδι στο πάτωμα. Και έστρωναν για τραπεζομάντηλα «πεσκίρια» (στα τσακώνικα «πιστίρια») που τα χρησιμοποιούσαν στις «πινακωτές» για να βάλουν το «γινομένο» αλλά άψητο ζυμάρι, μέχρι να το φουρνίσουν στους φούρνους (κάθε τσακώνικο σπίτι είχε το φούρνο του) και να ψηθεί και να γίνει ψωμί ( το άντε –από το «άρτος», όπως το έλεγαν στα Τσακώνικα)

Οι συμπέθεροι κάθονταν κοντά στο σοφρά, επάνω σε μακριές μαξιλάρες, υφαντές στους τσακώνικους αργαλειούς. Τρώγανε, πίνανε και τραγουδούσαν τραγούδια όπως το παρακάτω:

Σαράντα λεβεντόπαιδα

μια λυγερή αγαπούνε

και παν να την ιδούνε.

Και τα σαράντα κίνησαν

και παν να την ιδούνε,

κρυφά να της το ειπούνε.

Και πήγαν και την ήβρανε

στις σκάλες να κεντάει,

να λιανοτραγουδάει:

-Κοπιάστε πάνω ρε παιδιά,

να φάτε και να πιείτε

κι ότι έχετε να ειπείτε!

-Εμείς φαί δεν θέλουμε,

κρασί είμαστε πιωμένοι,

μα ήρθαμε να σε ιδούμε,

να σε στεφανωθούμε…….

ΤΑ «ΛΟΥΣΜΑΤΑ»

Το απόγευμα της Κυριακής, νωρίς, γινόταν τα «λούσματα», οι ετοιμασίες δηλαδή, για να στολίσουν την νύφη και τον γαμπρό, αλλά χωριστά και στα σπίτια τους. Η νύφη φόραγε ένα «φέσι» και μία παραποιημένη τσακώνικη ενδυμασία, με φούστα «κλως» και μία μπλούζα με ζώνη(«ματινέ» όπως την έλεγαν).

Την ώρα που άρχιζαν τα «λούσματα», η νύφη καθόταν σε καρέκλα ή σκαμνί και στα πόδια της κρατούσε ένα ασημένιο πιάτο, με νερό και λουλούδια. Κι οι φιλενάδες της, μία από την κάθε μεριά, δεξιά κι αριστερά, της χτένιζαν τις κοτσίδες.

Πρώτα ερχόταν ο πατέρας της νύφης, για να την ευχηθεί με ασημένιο νόμισμα. Έβρεχε το νόμισμα στο νερό του πιάτου και της σταύρωνε το κεφάλι, έριχνε το νόμισμα στο πιάτο και της έδινε την ευχή του φιλώντας την σταυρωτά. Κι ύστερα ακολουθούσαν η μητέρα της, τ’ αδέλφια της, οι συγγενείς και οι καλεσμένοι με τα δικά τους «ασημώματα».

Την τελετουργική εκείνη ώρα τραγουδούσαν το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

-Για φέρε το χρυσό θρονί

και τ’ αργυρό λαγήνι,

να λούσουμε την νιόνυφη,

την πρώτη αρχοντοπούλα,

οπού ’ναι από μικρή σειριά

κι από μεγάλο σόϊ.

-Ευκήσουμε, μανούλα μου

τώρα στα λούσματά μου…

-Με την ευκή μου, κόρη μου,

να ζήσεις, να γεράσεις,

να κάνεις χρόνους εκατό,

και να τους επεράσεις,

να κάνεις τους εννιά τους γιούς,

τη μια τη θυγατέρα…

-Ευκήσουμε, πατέρα μου

τώρα στα λούσματά μου…

Με την ευκή μου, κόρη μου,

να ζήσεις, να γεράσεις…

-Με την ευκή μας αδερφή,

Με γεια σου με χαρά σου,

Κι η Παναγιά κοντά σου…..

Την ίδια ώρα, και στο σπίτι του γαμπρού, ο γαμπρός περιτριγυρισμένος από τους φίλους του, ντυνόταν με μαντήλι στο κεφάλι και «πουκαμίσα» με γιλέκο (σορκάδι). Η πουκαμίσα ήταν συνήθως ένα κίτρινο ύφασμα με πολύ λεπτές ρίγες καφέ ή μαύρες, πολλές σειρές κουμπιά, πολλά γαζιά, σαν είδος φουστανέλας, με κάλτσες άσπρες πλεχτές, από την αφρόκρεμα των μαλλιών και με τσαρούχια.

ΕΝΑ «ΠΡΟΙΚΟΣΥΜΦΩΝΟ»

Παρακάτω παρουσιάζουμε ένα Πραστιώτικο «Προικοσύμφωνο» (που ήταν άγνωστο και δεν είχε δημοσιευτεί ποτέ) στο οποίο φαίνεται ο τύπος συντάξεως και προικοσυμφώνων μιας παλιάς εποχής :

1803 Οχτουβρίου 3

+ ης το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος της πανυπερεβλογημένης δεσποινίς ημών Θεοτόκου και παρθένου Μαρίας και του Αγίου Μεγαλομάρτυρως Προκοπίου και πάντων των αγίων αμήν. Ταύτα και η ευχή των γονέων.

Όθεν καγω ο Νικόλας Τζακάτος με την γυνή μου την Θωμαή συζεύγω την θυγατέρα μου την Σταμάτα με νόμιμο και με ευλογητικό άνδρα τον Ανδρέα του ποτέ Νικόλα Ρετούλη και τάζω της πρώτης και αρχής δια χάρης προικιό το χωράφι το Σκάλαμα όλο όσο είναι συνοριάτης το πάνω μέρος Σταμάτη Λάτζη και εις το αποκάτω μέρος Δήμος Ρουπάνος έτερο χωράφι στο μποστάνι όλο όσο κι αν είναι ως το απάνω μέρος Γιάννη Μέγας και εις το κάτω μέρος Μιχάλης Κόκκινος, γίδια σαράντα πέντε, τη γελάδα και το μουσκάρι, σαχανιά 3, τέτζερα 1, τηγάνι 1, πλυτοκάκαβο 1, πουρεκόταψο 1, κεψέ 1, τυροτρίτρίφθη 1, απλάδα 1, σιδεροστιά μία, σούφλα 1, γίψο 1, κρέντα 1, φουστανοπουκάμισα δέκα, τζιπούνια 4, μαντήλια 4, βελέτζα μία, ατρομίδα μία, κιλίμι ένα, σακιά δύο, τραστιά δύο, κεπενέκι 1, μαξιλάρια 2, σετούκι 1, δαχτυλίδια 6, δαμάλι ένα, γρόσια δέκα ταύτα πάντα και η ευχή των γονέων και το άπειρος έλεος του πα(ν)τοδύναμου θεού και δια χάρις προικός δια προγαμιέα γρόσια 40 εγώ ο Νικόλας Τζουκάτος με την γυνή μου την Θωμαή βεβαιώνω τα άνωθεν:

Γεωργάκης Χατζής μαρτυρώ

Μητρογιώργης του Μητρογιάννη μαρτυρώ

Μιχάλης Ανεζήρης μαρτυρώ

Γιώργης του Τριανταφύλλου μαρτυρώ

Δημήτρης Μαστοράκης μαρτυρώ

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ «ΠΡΟΙΚΙΩΝ»

Όλα τα «προικιά» (ρουχισμός, χαλκώματα κλπ.), που τόσες συζητήσεις και συμφωνίες είχαν γίνει μεταξύ των «συμπεθέρων» οικογενειών (και προπαντός μεταξύ των γονιών της νύφης και του «προξενητή» στην αρχή, κι ύστερα του ίδιου του γαμπρού) τα φόρτωναν σε ζώα (τους παλιούς καιρούς). Η παράδοση των προικιών γινόταν την Κυριακή το πρωί και γινόταν με συνοδεία των συγγενών της νύφης (και πολλών βέβαια τσακωνόπουλων…).

Μπροστά πήγαιναν τις «φουσκωτές», που ήσαν μεγάλες πίτες ψωμί, ζυμωμένες και ψημένες σε ταψιά και κεντημένες με διάφορα σχέδια. Ήσαν αλημένες με μέλι και στολισμένες με λουλούδια καρφωτά, τόσο όμορφα, που δεν εφαινόταν το ψωμί από τα πολλά λουλούδια.

Συγχρόνως πήγαιναν και δίσκους με «δίπλες», με κύρια συνοδεία από Τσακώνισσες και Τσακωνόπουλα, συγγενάδια της νύφης, που τραγουδούσαν και τούτο το τραγούδι:

-Εμείς δουλειά δεν είχαμε

στο σπίτι σας να ‘ρθούμε.

Ήρθαμε να φέρουμ’ τα προικιά

και πίσω να τα πάμε…

Κι ύστερα περιμένουμε

στης εκκλησιάς την πόρτα

να ’ρθει κουμπάρος και παπάς

να ‘ρθει να στεφανώσει….

Η ΝΥΦΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Κατά την συνήθεια του τόπου, στην εκκλησία πήγαιναν πρώτα η νύφη και το «συμπεθεριό» της, με «βιολιά» και τραγούδια, κι εκεί, αναμένοντας το γαμπρό και χορεύοντας οι συγγενείς της νύφης, στον αυλόγυρο της εκκλησίας, έλεγαν «νυφιάτικα» τραγούδια σαν και τούτα:

-Πες μου νύφη τι καρτερείς

και τι καλό παντέχεις;

-Τον Άγιο-Γιάννη καρτερώ

και το Χριστό παντέχω

και την κυρά την Παναγιά

να ‘ρθει να στεφανώσει….

Φέρνει τα στέφανα χρυσά

και τα κεριά ασημένια

και την λαμπάδα του γαμπρού

χρυσή μαλαματένια…..

ΤΑ «ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ»

Μετά το «στεφάνωμα» των νιόνυφων και την έξοδο από την εκκλησία, «στηνόταν» με τα «βιολιά» χορός στην πλατεία του Πραστού, μέχρι αργά το βράδυ. Κι όλη η επιδίωξη των δύο «συμπεθεριών» ήταν να χορέψουν (ατομικά ο κάθε συγγενής) «μπροστά» το γαμπρό και τη νύφη κι έτσι να δείξουν την αγάπη τους (ρίχνοντας και διάφορα νομίσματα στα όργανα ή κολλώντας «χαρτονομίσματα» στο μέτωπο των οργανοπαιχτών).

Τότε, μία από τις καλύτερες τραγουδίστριες του χωριού άρχιζε τα «παινέματα» με τούτο το τραγούδι:

-Νύφη μου, πράσινο γυαλί

και λαμπερό φεγγάρι,

που το ‘βρες , που το διάλεξες

τούτο το παλληκάρι;

-Χίλια φλουριά τα ξόδεψα

κι ακόμα πεντακόσια

για το λεβέντικο κορμί

και την καλή του γλώσσα…..

Ύστερα ακολουθούσαν άλλες Πραστιώτισσες τραγουδίστριες και Πραστιώτες τραγουδιστές, συγγενείς και φίλοι του γαμπρού και της νύφης, που έλεγαν και εκείνοι τα «παινέματα» τους, τραγουδώντας και χορεύοντας.

Όταν, αργά την νύχτα της Κυριακής τελείωναν οι χοροί στην πλατεία του Πραστου, συγκεντρώνονταν όλο το «συμπεθεριό», στο κέντρο έμπαινε ο γαμπρός και η νύφη και ξεκίναγαν όλοι για το σπίτι που θα έμενε το αντρόγυνο.

Τα «σόγια» ακολουθούσαν και πήγαιναν όλοι προς την κατεύθυνση του σπιτιού, τραγουδώντας:

Στράτες για καθαρίσετε,

δέντρα μου φουντωθείτε,

για να περάσει ο νιόγαμπρος

με την αρχοντοπούλα,

γιατί ‘ναι από τρανή γενιά

κι από μεγάλο σόϊ.

Χίλιοι τους παν’ από μπροστά

και δυο χιλιάδες πίσω

και τρεις χιλιάδες στο πλευρό

να μην τους κάψει ο ήλιος…

Σαν πλησίαζαν στο σπίτι του γαμπρού, που θα έμεναν τα νιογάμπρια, τραγουδούσαν και τα δύο «σόγια»:

-Χίλια «Καλώς ορίσατε», αρχοντοσυμπεθέροι…

- Χίλια «Καλώς σας ήβραμε», αρχοντοσυμπεθέροι…

-Έβγα μανούλα του γαμπρού

και πεθερά της νύφης,

να δεις τον ακριβό σου γιο

τη νύφη που σου φέρνει…

Σου φέρνει ρούσα πέρδικα

και ελάτινη τρυγόνα….

 

Όταν έφταναν στο σπίτι, έδιναν στην νύφη ένα «ρόδι». Και πριν μπει στο σπίτι, το «σταύρωνε» στην πόρτα (άνω- κάτω- δεξιά- αριστερά) κι έπειτα το πετούσε να σπάσει μέσα στο σπίτι.

Εκεί μέσα, πολλές ανύπαντρες συγγενοπούλες περίμεναν ποια θα το πιάσει πρώτη, γιατί θεωρούσαν το «ρόδι» πολύ «γούρικο» για τα συνοικέσια και τους κρυφούς πόθους. (Και πολλές φορές μέσα στο ρόδι είχαν κρύψει φλουρί ή ασημένι νόμισμα, που το έπαιρνε η πρώτη και τυχερή)

Μετά το κέρασμα με διάφορα γλυκά, στρωνόταν μεγάλο τραπέζι, όπου καθόντουσαν οι συμπεθέροι και τα δύο «σόγια», καθώς και καλεσμένοι, και αυτοί και από τα δύο «σόγια»,(ενώ στο σπίτι της νύφης δεν γινόταν τίποτα). Κι όλοι οι καλεσμένοι του γάμου γλεντούσαν και την Δευτέρα και την Τρίτη ακόμα….

Εκείνη την εποχή, τα δώρα του γάμου ήσαν, των μεν συγγενών «σφαχτά», κρασιά και των άλλων γλυκά και φουσκωτές (πίττες).

Ήσαν, μάλιστα, τόσα πολλά τα δώρα, ώστε την άλλη μέρα τα μοίραζαν. Κι έστελναν κι ‘από ένα πιάτο βαθύ με δίπλες, τυλιγμένο με την «μπόλια»(πετσέτα λευκή υφαντή), που την χάριζαν κι αυτή.

Έτσι γινόταν ο Πραστιώτικος Γάμος, με πάρα πολλά γλέντια, πλούσια τραπέζια και άφθονο κρασί…

Για άμεση επικοινωνία...

σας περιμένουμε σε μία από τις ομάδες μας στα κοινωνικά δίκτυα ή μέσω αποστολής μηνύματος στα παρακάτω e-mails.

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.